Ἦταν κακὴ ἡ δροσιὰ καὶ τὸ ἀγέρι
ποὺ φύσαγε στὸ πρόσωπο ἀπόψε·
κι ὁ φόβος στὰ στήθια μας βαρύς·
ἀπόψε, ποὺ ἦταν ἡ σειρά μας
νὰ μᾶς σκεπάσῃ τὸ σκοτάδι.
Μὰ ἐμεῖς κατάπιαμε τὸ ὕστατο κομμάτι
σάρκας ποὺ μᾶς εἶχε ἀπομείνει
γνωρίζοντας πὼς ὅταν θά ’ρθῃ ὁ ζόφος,
θὰ ἔχουμε ἤδη ἀναχωρήσει κι ἀφήσει πίσω μας
τὰ χνάρια μιᾶς κατορθωμένης ζωῆς.
Ερισύχθονες
του Κωνσταντίνου Χατούπη